Ποιες δερματικές βλάβες είναι ύποπτες;

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάποιες σκούρες κηλίδες πάνω στο δέρμα τους (ελιές, σπίλους, σημάδια εκ γενετής). Οι περισσότερες μελαγχρωματικές βλάβες είναι καλοήθεις και ακίνδυνες, αλλά μερικές μπορεί να είναι τελικά μελάνωμα. Το μελάνωμα αναπτύσσεται ως ένα μελανό σκούρο ή καφέ, επίπεδο ή οζώδες ογκίδιο εκ νέου ή σε μια προϋπάρχουσα μελαγχρωματική βλάβη. Ακόμη, μπορεί να εμφανίζεται ως ογκίδιο με το ίδιο χρώμα του δέρματος (αμελανωτικό μελάνωμα). Πρέπει να προσέχουμε οποιαδήποτε αλλαγή μιας προϋπάρχουσας μελαγχρωματικής δερματικής βλάβης καθώς και κάθε νεοεμφανιζόμενη μελαγχρωματική βλάβη. Η κλινική διάγνωση του παραμένει πολύ δύσκολη και σαφώς κάθε αλλαγή στο χρώμα, μέγεθος ή σχήμα δεν είναι ενδεικτική για μελάνωμα. Υπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά που κάνουν τη βλάβη ύποπτη για μελάνωμα. Εκτός από τη σημαντική παρατήρηση της αλλαγής της βλάβης πρέπει να προσέχουμε σε κάθε μελαγχρωματική βλάβη του δέρματος τα κλινικά ABCD(E) κριτήρια του μελανώματος. Το Α αντιστοιχεί στην ασυμμετρία (Asymmetry) που παρουσιάζουν τα περισσότερα μελανώματα, ενώ το Β στα ανώμαλα όρια (Borders) που έχουν τα μελανώματα και το C στη δυσχρωμία (Colour). Οι συνηθισμένες ‘ελιές’ έχουν συνήθως μια απόχρωση του καφέ, ενώ οι σύγχρονες διάφορες αποχρώσεις του καφέ ή μαύρου υποδηλώνουν το κίνδυνο να πρόκειται για ένα μελάνωμα. Το D αντιστοιχεί στη διάμετρο (Diameter), που ξεπερνά στο μελάνωμα συχνά τα 6 χιλ. Τα πρώιμα μελανώματα τείνουν να φτάσουν σε μεγαλύτερο μέγεθος από τις συνηθισμένες καλοήθεις μελαγχρωματικές βλάβες. Μερικοί προσθέτουν το γράμμα Ε, που αντιστοιχεί στην ανύψωση (Elevation) που υπάρχει σε μια υποομάδα μελανωμάτων ή στην αλλαγή (Evaluation) χαρακτηριστικών μιας μελαγχρωματικής βλάβης, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως. Κνησμός, αιμορραγία και εξέλκωση με εφελκίδα (κάκαδο, κρούστα) της βλάβης αποτελούν άλλα πιθανά συμπτώματα. Όταν κάποια δερματική βλάβη θεωρείται ύποπτη ή ακόμη και όταν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά στον χαρακτήρα της, ο ασθενής πρέπει να συμβουλευτεί ένα ειδικό ιατρό, είτε έναν που εργάζεται στη Μονάδα είτε άλλον δερματολόγο ή χειρουργό με εμπειρία σχετική με το μελάνωμα. Όσο νωρίτερα τίθεται η διάγνωση τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση. 

Πώς τίθεται η διάγνωση;

Παρά τις βοηθητικές καθοδηγητικές οδηγίες που καθιστά μια μελαγχρωματική βλάβη ως ύποπτη, πρακτικά παραμένει αδύνατο να καθοριστεί τέτοια βλάβη με βεβαιότητα ως μελάνωμα από την κλινική εξέταση μόνο, ακόμη και από τον πιο έμπειρο ειδικό. Αρκετές ύποπτες μελαγχρωματικές βλάβες τελικά αποδεικνύονται καλοήθεις. Η διάγνωση τεκμηριώνεται μόνο με τη χειρουργική αφαίρεση και την ιστολογική εξέταση της βλάβης με ύποπτα κλινικά χαρακτηριστικά. Συνήθως αφαιρείται με τοπική αναισθησία ολόκληρη η βλάβη και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ένα τμήμα της για να σταλεί για ιστολογική εξέταση. Η εξέταση από τον παθολογανατόμο θα δείξει εάν πρόκειται για μελάνωμα. Η ιστολογική εξέταση προσφέρει πληροφορίες που σχετίζονται με την πρόγνωση και χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό της κατάλληλης θεραπείας του ασθενούς. Συμπερασματικά, μόνο η βιοψία της βλάβης μπορεί να μας πει με σιγουριά εάν πρόκειται για μελάνωμα