Λόγω της ευαισθητοποίησης ιατρών και κοινού, η διάγνωση του μελανώματος γίνεται πλέον σε πρωιμότερο στάδιο και ως εκ τούτου οι θάνατοι από μελάνωμα παραμένουν σχεδόν σταθεροί παρά την αυξημένη συχνότητα της νόσου. Οι σημαντικότεροι παράγοντες όσον αφορά στην έκβαση της νόσου είναι η παρουσία ή μη συστηματικών ή λεμφαδενικών μεταστάσεων, το πάχος διήθησης του μελανώματος κατά Breslow σε χιλιοστά, το επίπεδο διήθησης κατά Clark και η παρουσία ή μη εξέλκωσης του μελανώματος. Για ένα εντοπισμένο μη-εξελκωμένο λεπτό (<1 χιλ. πάχους) μελάνωμα, η πιθανότητα ίασης φτάνει το 99% μετά από τη χειρουργική αντιμετώπιση του, ενώ στην περίπτωση λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων (αιματογενών, συστηματικών) μεταστάσεων η πιθανότητα επιβίωσης μειώνεται πολύ και είναι 65% και 25%, αντιστοίχως, στα 5 έτη μετά από τη διάγνωση. Η πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση οδηγούν στη βέλτιστη έκβαση.Λόγω της ευαισθητοποίησης ιατρών και κοινού, η διάγνωση του μελανώματος γίνεται πλέον σε πρωιμότερο στάδιο και ως εκ τούτου οι θάνατοι από μελάνωμα παραμένουν σχεδόν σταθεροί παρά την αυξημένη συχνότητα της νόσου. Οι σημαντικότεροι παράγοντες όσον αφορά στην έκβαση της νόσου είναι η παρουσία ή μη συστηματικών ή λεμφαδενικών μεταστάσεων, το πάχος διήθησης του μελανώματος κατά Breslow σε χιλιοστά, το επίπεδο διήθησης κατά Clark και η παρουσία ή μη εξέλκωσης του μελανώματος. Για ένα εντοπισμένο μη-εξελκωμένο λεπτό (<1 χιλ. πάχους) μελάνωμα, η πιθανότητα ίασης φτάνει το 99% μετά από τη χειρουργική αντιμετώπιση του, ενώ στην περίπτωση λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων (αιματογενών, συστηματικών) μεταστάσεων η πιθανότητα επιβίωσης μειώνεται πολύ και είναι 65% και 25%, αντιστοίχως, στα 5 έτη μετά από τη διάγνωση. Η πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση οδηγούν στη βέλτιστη έκβαση.